- καταπιέζομαι
- κατά-πιέζωEp..pres ind mp 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καταπιέζομαι — καταπιέζομαι, καταπιέστηκα, καταπιεσμένος βλ. πίν. 36 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
κατασπουδάζομαι — (AM) φροντίζω, ενδιαφέρομαι σοβαρά για κάτι αρχ. 1. καταγίνομαι σε σπουδαία έργα, είμαι σπουδαίος, σοβαρός 2. παθ. α) ταράζομαι β) καταπιέζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + σπουδάζομαι «φροντίζω σοβαρά»] … Dictionary of Greek
καταχθώ — καταχθῶ, έω (Α) 1. λυπώ, θλίβω 2. παθ. καταχθοῡμαι, έομαι α) υποτάσσομαι β) καταπιέζομαι, καταδυναστεύομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἀχθῶ «φορτώνω» (< ἄχθος «βάρος, λύπη»)] … Dictionary of Greek
πιέζω — ΝΜΑ και δωρ., αιολ. και μτγν. τ. πιάζω, ιων. και επικ. τ. πιεζέω Α 1. σφίγγω δυνατά, ζουλώ με δύναμη, θλίβω, συνθλίβω, συμπιέζω, ασκώ πίεση (α. «πιέζω το βαμβάκι» β. «χειρὶ ἑλὼν ἐπίεζε βραχίονα», Ομ. Ιλ.) 2. συσφίγγω, συμμαζεύω, στοιβάζω,… … Dictionary of Greek
πιλώ — (I) έω, Α [πίλος] 1. κατασκευάζω πίλημα («τὸν πιληθέντα δι εὐξάντου τριχὸς ἀμνοῡ... πέτασον», Ανθ. Παλ.) 2. συμπιέζω, συμπυκνώνω (α. «διὰ τὸ πολὺ εἰς ὀλίγον πιληθῆναι τόπον», Αριστοτ. β. «σελήνην νέφος εἶναι πεπιλημένον», Πλούτ.) 3. καθιστώ… … Dictionary of Greek